γαλλάζω
• Morfología: [lesb. pres. inf. γαλλάζην Sokolowski 3.124.12 (Ereso II a.C.)]


1 practicar el culto de Cibele μηδὲ [γυ]ναῖκες (por -κας) γαλλάζην ἐν τῷ τεμένει Sokolowski l.c.

2 atormentarse διὰ τί οὕτως γαλλάζεις δι' ἐμέ Ephr.Syr.3.220E.