< Γαλλαϊκή
γαλλαρίας >
γαλλαῖος
,
-η, -ον
1
propio de los sacerdotes de Cibele
ὀλόλυγμα
Rhian.67.3.
2
ἡ Γ.
Galea
epít. de Cibele
Γαλλαίης Κυβέλης ὀλολύγματα
Gr.Naz.M.37.1572.