< γαλεώδης
γᾰλεώτης >
γαλεώνυμος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
γαλιών-
Aët.2.253, 255
ict.
lija
Phylotim.15, Orib.
Syn
.4.17.7, Aët.ll.cc.