< γαλαίζω
Γαλαιμένης >
γαλαϊκός
,
-ή, -όν
miner.
γ. λίθος
piedra galaica
,
Cyran
.6.9, cf.
gallaica argyrodamanti similis est
Plin.
HN
37.163, cf. tb. κάλαϊς.