γαλακτοτροφέω


amamantar, dar el pecho, criar τὸ ... ἀρσεν]ικὸν ἔγγονον Εὐδαίμονα PTeb.399.4, cf. 22 (II d.C.), υἱὸν ... ἄρρενα ... ἐπὶ ἕνα ἥμισυ ἐνιαυτόν POxy.3770.5 (IV d.C.), en v. pas. (ὁ παῖς) τρεῖς ... μῆνας ... οἴκοι Ph.2.82, cf. 83, PLond.1708.81 (VI d.C.), de Cristo σαρκωθεὶς καὶ γαλακτοτροφηθεὶς ἀληθῶς Cyr.H.Catech.4.9
fig. τῷ λόγῳ Const.App.2.33.2, cf. Felix III Ep.P.1 (p.20.8).