γᾰλήνη, -ης, ἡ
• Alolema(s): dór. γαλάνα A.A.740; beoc. γαλά[νη Corinn.39.1.2; eol. γελάννα Alc.286a.5; γελήνη Phlp.Comp.3.1
I
λευκὴ δ' ἦν ἀμφὶ γ.Od.10.94, cf. S.Fr.730e.18,
οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνηνremarán con bonanza, Od.7.319,
ὅσοι δὲ γαλήνῃ κινδυνεύσειαν, ἡλίσκοντοTh.4.26,
ὁπόταν γαλήνη ᾖ ἐμβιβῶX.An.5.7.8,
γ. μεγάληEu.Matt.8.26, cf. Artem.2.23, Aesop.80, D.P.Au.2.8, X.Eph.1.12.3, Longus 3.21.1, Hierocl.Facet.120
•tranquilidad de las profundidades marinas, Colluth.360,
op. νηνεμίαPl.Tht.153c, hex. en Pl.Smp.197c, Arist.Top.108b25
•ref. a otros fenómenos naturales y atmosféricos calma
(ὁ κόσμος) τῶν σεισμῶν γαλήνης ἐπιλαβόμενοςPl.Plt.273a, cf. Lg.919a, Ti.44b,
εὐκήλῳ δὲ κατείχετο πάντα γαλήνῃA.R.4.1249,
πᾶσα [δὲ γαῖα γ]έλασσε, πάλ[ιν] μείδησε γ.Pamprepius 3.79.
2 fig. calma, serenidad de la mente
φρόνημα νηνέμου γαλάναςA.l.c.,
ἐν γαλήνῃS.El.899,
γ. ἐν τῷ σώματιHp.Flat.14,
ἐν εὐδίᾳ σαρκὸς καὶ γαλήνῃPlu.2.126c,
γ. ... ἐν τῇ ψυχῇPl.Lg.791a,
βιότουAnacreont.50.16,
τῆς τύχηςAch.Tat.4.1.3, de la situación política PMasp.89re.b.2 (VI d.C.).
3 paz de Justiniano AP 4.3.98 (Agath.).
II mineral.
1 galena Plin.HN 33.94, CIL 15.7916, 7917, 7918 (todas Roma).
2 ganga Hsch.
III medic., un antídoto Androm.3.
• Etimología: De *γαλασνᾱ tema en -s que aparece c. otro vocalismo en γέλως, γελαστός de *gelHu̯3-/ *gl̥Hu̯3- ‘brillar’.