< Γαζᾶται
γαζζ >
γαζερά
• Alolema(s):
γάζαρα
Al.
Le
.16.22
transcr. del hebr.
gizĕrah
,
espacio cercado
Aq., Thd.
Ez
.42.1. Al.l.c., cf. γάδειρον.