γαγγραίνωσις, -ιος, ἡ
• Morfología: [sólo nom. plu. γαγγραινώσιες]


medic. gangrena γένοιντο δ' ἂν καὶ φλεβῶν ... ναρκώσιες καὶ γαγγραινώσιες Hp.Fract.11, cf. Mochl.30, Aret.SA 2.10.4, Gal.13.641.