βῶλαξ, -ᾰκος, ἡ
1 terrón
δέξατο βώλακα δαιμονίανPi.P.4.37,
βώλακες ἀγνύμεναι ἀνδραχθέεςA.R.3.1334, 4.1562, 1734,
βώλακα γαίηςNic.Al.514, LXX Ib.7.5.
2 suelo
ὅτε βώλακα θρύπτειTheoc.17.80,
ὑπὸ βώλακα κεῖνταιSEG 25.758.1 (Mesia I a.C.), cf. IAE 6.1.