βᾰτράχειος, -ον
• Alolema(s): βατρᾰχειοῦς, -οῦν Ar.Eq.523, IG 22.1524.198, 220 (IV a.C.); βατράχεος, -η, -ον Nic.Fr.85
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 de color de rana, e.e. verde, verdoso
βαπτόμενος βατραχειοῖςAr.l.c.,
χιτωνίσκον βατραχειοῦνIG 22.1524.198, cf. 220 (IV a.C.),
(τὰ χρώματα)Philostr.VA 2.22,
βατραχέη Κύμη τε κακόχροοςde una variedad de berza, Nic.Fr.85.
2 de ranúnculo
βατραχείῳ χυλῷGal.14.337.