βᾰσᾰνίζω
I c. compl. gener. de cosa
1 probar la veracidad de algo, del oro y metales
(λίθος) ᾗ βασανίζουσιν τὸν χρυσόνPl.Grg.486d,
χρυσίον ἐν τῷ πυρὶ βασανίζομενIsoc.1.25, cf. Thphr.Lap.4, 45, Poll.7.97, 102, en v. pas.
βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλοςPi.Fr.52o.37.
2 fig. c. compl. de pers. poner a prueba
βασανίζειν (νέους) πολὺ μᾶλλον ἢ χρυσὸν ἐν πυρίPl.R.413e, en v. pas.
βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνηνPl.R.361c
•desvelar, poner al descubierto
χρόνος ... δοκεῖ τὰ πολλὰ καλῶς βασανίζεινPl.Smp.184a, en v. pas.
(ἄνθρωποι) ὑπὸ δακρύων βασανίζονταίX.Oec.10.8
•de palabras, datos, etc. someter a prueba, verificar
ἕκαστα τῶν προειρημένων σκοπεῖν καὶ βασανίζεινHp.Aër.3,
αὐτὸ τὸ πρᾶγμαPl.Euthd.307b,
τὴν ... οἰκονομίαν τῶν γεγονότωνPlb.1.4.3,
τὴν ἐπίσκεψινHld.4.7.4,
τὰ λελεγμέναLongus 4.20.2, en v. pas.
βασανίζεται ... τό γε (σπέρμα) ἀνδρῶν, εἰ ἄγονον, ἐν τῷ ὕδατιArist.GA 747a3,
οἶνος ... ἐφέτειος ἡδὺς βεβασανισμένοςIG 12.Suppl.644.21 (Calcis III/II a.C.), de los hechos probados en una inferencia inductiva
ἐπὶ τἀφανῆ μεταβαίνο[μεν] ... ἀπὸ τῶν πανταχόθεν βεβασανισμένωνPhld.Sign.29.2, cf. Gal.17(2).62.
II c. compl. gener. de pers.
1 como procedimiento judic. someter a la prueba del tormento, interrogar con tortura para arrancar una confesión, gener. a esclavos, op. μαρτυρέω:
πάντας (δούλους) παραδίδωμι βασανίσαιAntipho 2.4.8, cf. Ar.Ach.110, Ra.616, Is.8.12, D.29.11, en v. pas.
οἱ μάρτυρες <ἢ> οἱ βασανισθέντεςAnaximen.Rh.1443b32,
ὡς ἐν τῷ Ἀρε[ίῳ] π[άγῳ] ... β[ασανι]σθησόμενοιPhld.D.1.19.18, cf. Isoc.17.13, Lys.4.14, fig. de Eros
βασανίζει τὸν δικαστήνAch.Tat.1.11.3
•en cont. no judic., de prisioneros, servidores, etc.
ἵνα τὸν βουκόλον μοῦνον λαβὼν βασανίσῃHdt.1.116,
ἐδίδου βασανίζειν αὑτόν, εἰ ψεύδεταιLongus 4.20.2,
Ἀναξίλαν ... ἐβασάνιζεν ὡς κατάσκοπονPlu.2.848a, cf. I.AI 2.105, en v. pas.
(οἱ κατάσκοποι) βασανισθέντες ὑπὸ τῶν στρατηγῶνHdt.7.146,
ἀνακληθέντες καὶ βασανισθέντες ... ἐφάνημεν [κ]αθαροίBGU 1847.16 (I a.C.), cf. Th.7.86, Ach.Tat.2.25.3, POxy.903.10 (IV d.C.).
2 torturar, dar tormento como medio de coacción más gener.
τὸν τέταρτον ὡσαύτως ἐβασάνιζον αἰκιζόμενοιLXX 2Ma.7.13, en v. pas.
βεβασανισμένος ὑπὲρ τῶν δικαίωνPlu.2.1126e
•ἡ Βασανιζομένη La torturada, La sometida a tormento tít. de una comedia de Filípides, Philippid.11, AB 92.22
•torturar, causar sufrimiento de otros tipos de violencia física
οἱ γοῦν ἰατροὶ ... πάντῃ βασανίζοντες κακῶς τοὺς ἀρρωστοῦντας(aunque cf. I 2 someter a examen) Heraclit.B 58,
χεὶρ κυρίου ... ἐβασάνισεν αὐτούςla mano del señor los torturó llenándolos de llagas, LXX 1Re.5.3,
ἑλκοῦσιν ἐνίοτε τὴν σάρκα καὶ βασανίζουσιν (βρέφη)Plu.2.529c, frec. en v. pas.
διὰ πλήθους κνωδάλων ἐβασανίσθησανLXX Sap.16.1, cf. 4,
παῖς ... παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενοςEu.Matt.8.6, cf. I.AI 9.101, Aesop.47.1, Luc.Sol.6,
οὐχ ἡδὺ θηρίοις βεβασανισμένοις ... ἐπιτίθεσθαιPhilostr.VA 1.38
•torturar, atormentar en sent. anímico
μὴ βασανίσῃς σου τῇ ψυχῇ τὸ σῶμαSext.Sent.411,
χεῖρον με βασανίζεις ... ζῆν ἀναγκάζωνCharito 4.3.9,
ἔρις ... ἡ δυναμένη ὑμᾶς βασανίσαιIgn.Eph.8.1
•en v. med. torturarse del sabio estoico
ἔλεγε ... ἀλγεῖν μὲν τὸν σοφόν, μὴ βασανίζεσθαι δέChrysipp.Stoic.3.152.9; cf. adv. βεβασανισμένως.
3 fig. c. suj. no de anim. torturar, violentar, forzar
τὸ δὲ πλοῖον ... βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτωνEu.Matt.14.24,
ἐπὶ πλεῖον δ' ὁ ὀμφαλὸς βασανισθῇPlacit.5.18.5,
ὡς ... (γῆ) μὴ βασανίζοντο ἄκουσαPhilostr.VA 6.10, del estilo
τὸ ἔπος ἐβασάνισενLongin.10.6, cf. D.H.Th.55.