βᾰρῠώδῠνος, -ον
1 que sufre graves dolores
γενέτηςNonn.D.47.163.
2 gravemente doloroso ref. al parto
βαρυώδυνα κέντρα λοχείηςNonn.D.48.808,
ὥρην γὰρ τρομέει βαρυώδυνονNonn.Par.Eu.Io.16.21.
γενέτηςNonn.D.47.163.
βαρυώδυνα κέντρα λοχείηςNonn.D.48.808,
ὥρην γὰρ τρομέει βαρυώδυνονNonn.Par.Eu.Io.16.21.