βᾰρῠπενθής, -ές
• Alolema(s): fem. βαρυπενθάς GVI 675a.3 (Cotieo, Frigia III d.C.)


1 de pers. gravemente dolorido o afligido ἴσθι ... ὅτι γενόμενος φιλήδονος πάντ' ἔσει ταῦτα ... β. Ph.2.269, μήτηρ AP 9.254 (Phil.), GVI l.c., Θειοφίλα ... ἁ β. ὀρφανὸν ἐν ζωοῖς παῖδα λιποῦσα πατρός IG 12(5).675.6 (Siro), cf. Orph.Fr.32c.

2 que causa grave aflicción μάχαι B.14.12, τόξα AP 16.134 (Mel.).