βᾰρῠκάρδιος, -ον
duro de corazón, obstinado
υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι;LXX Ps.4.3,
ἄνθρωποςA.Petr.et Andr.18,
ἡ β. ἡμῶν γενεάGr.Nyss.Ep.3.7,
β. ... ἐσμός ... βαρυζήλων ΦαρισαίωνNonn.Par.Eu.Io.4.1,
κόσμοςNonn.Par.Eu.Io.17.23,
βαρυκαρδίους τοὺς ἀπίστους ... ὠνόμασενThdt.M.80.892A, Hsch.
•neutr. subst. obstinación de los judíos al rechazar a Cristo, Didym.M.39.1165D.