< βᾰρύφθονος
βᾰρύφορτος >
βᾰρύφλοισβος
,
-ον
• Morfología:
[gen. -οιο]
de sordo rumor
μέγα κῦμα βαρυφλοίσβοιο γενέθλης
Procl.
H
.1.20.