βᾰρύσταθμος, -ον
muy pesado
ἕτερον ... ζήτει τι τῶν βαρυστάθμωνAr.Ra.1397,
πράγματαAr.Fr.415, cf. Canthar.2,
ὕδαταArist.EN 1142a22,
νόμισμαPlu.Lys.17
•neutr. subst. τὸ βαρύσταθμον la pesadez
τοῦ πεπέρεωςGal.14.75.
ἕτερον ... ζήτει τι τῶν βαρυστάθμωνAr.Ra.1397,
πράγματαAr.Fr.415, cf. Canthar.2,
ὕδαταArist.EN 1142a22,
νόμισμαPlu.Lys.17
τοῦ πεπέρεωςGal.14.75.