βᾰρύς, -εῖα, -ύ
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [poét. gen. plu. fem. βαρεῶν A.Eu.932]
A op. a lo ‘ligero’
I
χείρIl.1.219, Hippon.145, E.Hec.1041,
τὸ σῶμαApp.Mac.14,
ὀφρύςPhilostr.Gym.31, de atletas
ἀκμᾷ βαρύςPi.I.3(4).69,
οἱ παλαισταίPoll.3.149
•milit. de cuerpos de ejército pesado de los hoplitas e infantería pesada, en compar.
βαρύτεροςPl.Lg.833b, sup.
βαρύτατον ... τοῦ στρατεύματοςX.Cyr.5.3.37 (cód.),
τὰ βαρέα τῶν ὅπλωνPoll.3.149
•c. valor cuantitativo abundante, nutrido
ὄχλοςLXX 1Ma.1.17,
στρατόςLXX 4Ma.4.5.
2 de cuerpos y elementos pesado de un martillo
παρ' ἄκμονι τυπάδι βαρείᾳS.Fr.844,
ἐπίκρανονE.Hipp.201, de las nubes
πλήρεις ὄμβρουAr.Nu.377, de la Tierra SEG 28.775bis (Hiponio V/IV a.C.), de los elementos
τὰ βαρέα τὸν κάτω τόπον ἐπισχεῖνD.L.2.8 (= Anaxag.A 1),
ἐὰν (τι προσαγορεύῃς) βαρύ, κοῦφον (φανεῖται)Pl.Tht.152d, subst.
λέγω δὲ τὸ βαρὺ καὶ τὸ κοῦφονArist.Cael.310b25.
II de alimentos, sensaciones
1 pesado, indigesto
πλησμονήX.Cyn.7.4,
ἄρτοςAth.115e.
2 del olor o sabor fuerte del petróleo
ὀδμήHdt.6.119,
(ὕδατα) σκληρὰ καὶ βαρέαGal.17(2).159.
III op. ὀξύς
1 de voces y sonidos grave, profundo
φθόγγοςOd.9.257, cf. Archyt.B 1,
φωνήPl.Prt.332c, Arist.EN 1125a14, de la voz de los habitantes del Fasis
φθέγγονται βαρύτατον ἀνθρώπωνHp.Aër.15
•del ronquido o bramido profundo, pesado
φάρυγγος αἰθέρ' ἐξιεὶς βαρύνE.Cyc.410,
βρόμοςE.Hipp.1202,
στόνοςCall.Dian.56
•formas neutr. c. valor adverb. ref. al dolor o lamento hondamente, amargamente
βαρέα στενάχονταIl.8.334, E.El.301,
βαρὺ στενάχωνIl.1.364,
βαρὺ δὲ στενάχοντος ἄκουσενOd.8.95, cf. 8.534,
βα[ρ]έα στενάχοντεςIG 4.800 (Trezén VI/V a.C.),
βαρὺ κλαίοισαCall.Lau.Pall.95,
βαρὺ δ' ἔστενονCall.Cer.94,
βαρὺ ἀμβόασονA.Pers.572,
πενθεῖνAel.VH 12.1.
2 mús. bajo, grave
ἁρμονίαArist.EE 1235a28,
ἀπὸ τῶν ὀξυτέρων ἐπὶ τὰ βαρέα ἄνεσιςAnon.Bellerm.5, de los límites inferiores de la escala, en compar.
βαρύτερος ὅροςAristox.Harm.74.13,
φθόγγοςAnon.Bellerm.4,
τύποςAristid.Quint.7.1,
ὑποφρίγιοςAristid.Quint.7.2, sup.
βαρυτάτη χορδήPl.Phdr.268e,
διάτονοςAristox.Harm.33.6,
χρωματικὴ λιχανόςAristox.Harm.32.7, del mov. subst.
τὸ βαρύAristox.Harm.7.15, 42.
3 prosod. op.
ὀξεῖαdel acento grave
ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθαPl.Cra.399b, cf. Arist.Rh.1403b29, A.D.Pron.36.5,
προσωδίαD.T.674.1,
τόνοςD.T.674.13, cf. D.H.Comp.11.15,
τάσιςA.D.Synt.307.13
•subst. ἡ β. la sílaba no acentuada A.D.Synt.100.8.
B fig.
I
ἐγὼ ... πρεσβύτερος ... καὶ β.Hdt.4.150,
οἱ δὲ σὺν γήρᾳ βαρεῖςS.OT 17,
ἀνὴρ ... ἐν γήρᾳ β.S.Ai.1017,
β. ... ὑπὸ γήρωςAel.VH 9.1
•cf. del andar lento, tardo
βάσιςS.Tr.966,
πούςE.HF 119,
βαρὺν ἀστράγαλον· δυσκίνητονHsch., en rel. c. situaciones o estados
ὑπὸ τῆς μέθηςPlu.2.596a.
2 de peso, importante, serio
πόλιςPlb.1.17.5
•en esp. de expresiones, escritos, etc. serio, grave, duro
φάτιςS.Ph.1045,
αὐδάS.Ph.208,
ἠχώE.Hipp.791,
ἀγγελίαPl.Cri.43c,
ἐπιστολαὶ βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί2Ep.Cor.10.10,
αἰτιώματαAct.Ap.25.7,
ῥήματαSB 9616ue.31 (VI d.C.)
•neutr. subst. compar.
τὰ βαρύτερα τοῦ νόμουlo más serio de la ley, Eu.Matt.23.23
•de los poderosos altivo
σεμνότεροι ἢ βαρύτεροιArist.Rh.1391a26,
βασιλεῖςPlu.2.279c.
3 de mujeres embarazadas grávida, preñada
τὴν μὲν Τάησιν βαρέαν οὖσανPGoodsp.Cair.15.15 (IV d.C.)
•subst. mismo sent.
αἱ δὲ βαρεῖαιCall.Cer.130.
II c. valor peyor.
1 pesado de sobrellevar, duro, grave, penoso, opresivo
ἄτηIl.2.111,
ἔριςIl.20.55, Hes.Op.16,
ΚλῶθεςOd.7.197,
ἀνάγκαB.17.96,
τύχαA.Th.332, S.Ai.980,
συμφοράA.Pers.1044, E.Alc.405,
κακότηςIl.10.71, sup.
βαρύτατον κακόνAr.Ra.1394,
τὸ παρόνTh.1.77,
ὅρκοςS.Fr.933, cf. Call.Fr.75.22,
χόλοςHes.Th.615,
νόσοςS.Ph.1330, cf. Tr.235, Hp.Prorrh.2.39,
ἀρρωστίαPTeb.52.11 (II a.C.),
πόλεμοςD.18.241,
θάνατοςE.Andr.453,
τύμβοςS.OC 402,
καταλλαγαίA.Th.767,
ἡδονήS.OC 1204,
ξυμβολήAr.Ach.1210,
βαρέα ... φράσονA.Th.810, en uso pred.
αἰσχρὸν εἰπεῖν καὶ σιωπῆσαι βαρύAr.Lys.713,
ἐντολαί1Ep.Io.5.3,
ἧττον ἔσῃ β. τοῖς συνοῦσιPl.Tht.210c,
γείτονεςPlb.1.10.6,
ξύνοικοςA.Supp.415, S.Fr.753,
οὐ β. ἦν ὑπὲρ μισθοῦ ξυμβῆναιPhilostr.VS 600,
μὴ ... β. θέλε ... εἶναιAP 11.326 (Autom.)
•de los pecados
φορτίονLXX Ps.37.5, cf. Eu.Matt.23.4,
ἄχθοςEudoc.Cypr.2.105, compar.
βαρύτερα ... ὀλιγαρχίαPhilostr.VS 502, cf. POxy.2110.9 (IV d.C.), sup.
βαρύταται λειτουργίαιPOxy.1415.21 (III d.C.), cf. BGU 159.3 (III d.C.).
2 de dioses y pers. violento, hostil, cruel, duro
κῆρεςIl.21.548, cf. A.A.206, de las Erinis
ὅ γε μὴν κύρσας βαρεῶν τούτωνA.Eu.932, de Zeus, A.Pers.828, de su poder
οὑπιτιμητὴς τῶν ἔργων β.A.Pr.77,
δαίμωνE.Hec.722, 1087, cf.
δαίμονος χηλήA.A.1660,
ΚύπριςTheoc.1.100,
ὀργήS.Ph.368,
μῆνιςS.OC 1328,
θυμόςTheoc.1.96,
ἀπέχθειαι ... χαλεπώταται καὶ βαρύταταιPl.Ap.23a,
μῆτιςB.17.28
•
βαρὺν σ' εὕρηκ' ἐμοίS.OT 546, de Erisictón
ἄναξCall.Cer.62,
δημότης τε καὶ ξένοςE.Supp.894
•insalubre, malsano
χωρίονX.Mem.3.6.12
•dañino
λύκοιAct.Ap.20.29.
C adv. -έως
1 c. verbos φέρω y ἔχω gravosamente, duramente, dolorosamente
φέρεινHdt.5.19, cf. Ar.V.158, Th.385, Ra.26, Plb.15.1.1, LXX 2Ma.14.27
•indic. el objeto de la dificultad
τὴν νόσον β. φέρειAr.V.114,
β. Αἰσχύλον φέρεινAr.Ra.803,
ὡς ἔχει β. ὑβριζόμενονAnaximen.Rh.1424b6,
β. εἶχε πρὸς ὁμιλίανArist.Pol.1311b9,
ἡ μήτηρ σου τυγχάνει β. ἔχουσαUPZ 59.28 (II a.C.), c. verb. indic. dolor, esfuerzo, etc.
μὴ ... β. ἄλγει λίανno te duelas tanto Ar.Nu.716,
ἀρρωστοῦντος μου β.por encontrarme gravemente enfermo, PTeb.798.6 (II a.C.),
β. δουλεύετεtrabajáis duramente, SB 6263.20 (rom.), compar.
βαρυτέρως ἐναντιωθῆναιLXX 3Ma.3.1.
2 pesadamente, lentamente
κοῦφον βαρέως ... γίγνεσθαιPl.Tht.189d,
λείας βαρέως ἐπιστωμένηςHero Aut.26.6.
3 ref. al acento con baritonesis
‘ἀμυγδάλην’ τὸν καρπὸν β.Ath.53b,
Αἰολεῖς β.A.D.Pron.51.1.