< βαρυοδμία
βαρύοζος >
βᾰρύοδμος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῠ-]
de olor fuerte
,
penetrante
ὕλη
Aret.
CA
1.6.5, cf. Nic.
Th
.51
•
pestilente
,
fétido
ἐν τοῖς βαρυόδμοις βαράθροις
Gal.4.496.