< βαρύμηνος
βαρύμιτον >
βᾰρύμισθος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῠ-]
de precio alto
,
caro
τὴν καταφλειξίπολιν Σθενελαΐδα τὴν βαρύμισθον
AP
5.2.