βᾰρύμηνις, -ι
• Prosodia: [-ῠ-]
de grave cólera, rencoroso de divinidades
δαίμωνA.A.1482,
ΚλωθώIUrb.Rom.1170 (II/III d.C.),
ἩέλιοςAP 9.591,
ΠάνOrph.H.11.12,
ΖεύςOrph.H.20.4,
ΔιόνυσοςOrph.H.45.5,
ἌρηςNonn.D.4.417,
ἭραNonn.D.6.171, 6.202, 9.38,
ἜρωςNonn.D.47.415,
ἘνυώColluth.143, cf. Poll.1.39, de pers., Ph.2.94, 584, 590, Hld.7.20, de abstr.
πάθοςPh.2.394,
β. κόμπος ἀπειλῆςNonn.Par.Eu.Io.7.23,
Πιλάτος βαρύμηνιν ἀπερροίβδησεν ἰωήνNonn.Par.Eu.Io.19.10
•neutr. subst. τὸ βαρύμηνι el grave rencor
ἠγνόεις ... τὴν Αἰγυπτίων πικρίαν καὶ τὸ βαρύμηνι;Ph.2.108.