βᾰρύδουπος, -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que produce un ruido sordo
ΖεύςMosch.2.120,
θρῆνοςIHadrian.80.13,
ἠχώNonn.Par.Eu.Io.12.29,
κόμποςColluth.55; v.βαρύγδουπος.
ΖεύςMosch.2.120,
θρῆνοςIHadrian.80.13,
ἠχώNonn.Par.Eu.Io.12.29,
κόμποςColluth.55; v.βαρύγδουπος.