βᾰρύβρομος, -ον
1 que produce gran estrépito
πέλαγοςB.17.76,
πόντοςAr.Nu.284,
ἈμφιτρίτηQ.S.14.609,
κῦμαE.Hel.1305,
βρονταίE.Ph.183
•que resuena
ἀκταίE.Fr.64.80Bond
•
βαρύβρομα θωύσσοντεςdando gritos estentóreos Hom.Fr.25.
2 que produce sonido grave
αὐλόςE.Hel.1351,
τύμπαναE.Ba.156
•de donde
μοῦσα βαρύβρομος αὐλῶνAr.Nu.313,
Αἰολὶς β. ἁρμονίαLasus 1.3.