βᾰρέω
• Morfología: [dud. pres. v. med. eol. βόρηται Sapph.96.17 (pero cf. βορέομαι); aor. inf. βαρέσαι POxy.126.8 (VI d.C.), βαρεθέναι POxy.1872.4 (V/VI d.C.); perf. part. βεβαρηότες Od.3.139, 19.122; palabra considerada de mal uso ático, Luc.Sol.7]
I intr.
1 estar cargado, sentirse pesado en ép. esp. en part. perf. act.
οἴνῳ βεβαρηότεςOd.l.c., cf. 19.122, Q.S.13.164,
ὑπ' ἀκρήτῳQ.S.13.28
•tb. en v. med. c. ac. de rel.
τὴν κεφαλὴν βαρεῖταιsiente la cabeza pesada Hp.Morb.4.49
•en part. perf. pas., hablando del vino
μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος βεβαρημένος ηὗδενPl.Smp.203b,
ἀπ' οἴνουPh.1.377
•c. dat.
οἴνῳPCair.Isidor.75.9 (IV d.C.),
ὕπνῳAP 7.290 (Stat.Flacc.), Gp.13.1.8, Eu.Luc.9.32, cf. Q.S.3.660, 7.734
•abs.
ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοιEu.Matt.26.43.
2 en perf. en v. med. estar grávida
βεβαρημένα ὠδίνεσσινTheoc.17.61, cf. Plot.3.8.8.
3 pesar, ser pesado
δεσμῶν ... βαρούντωνArr.Epict.1.9.14,
πεύκηQ.S.9.456a,
σῶμαOrigenes Io.6.52 (p.161.18)
•ser una carga
τις λοιπὸν χρεία πλούτου ἀργοῦ ... ἀλλὰ μόνον βαρήσοντος;Porph.Abst.1.54
•en v. med. pesar, cargar el peso
κατὰ τοῦτο βεβάρηταιcarga el peso (la tierra) en ese sentido, Placit.3.12.2 (= Democr.196),
πρὸς κακίανGr.Nyss.Or.Catech.6
•económicamente ser gravoso
ἵνα μὴ βαρήσω αὐτῷ ὀψωνίουpara que no sea gravosa la manutención, POxy.1159.2 (III d.C.).
II tr.
1 esp. c. compl. de pers. hacer sentir el peso, cargar sobre
βαροῦντες ... καὶ βαπτίζοντες ... νηχόμενονcargando y sumergiendo al nadador (para ahogarlo), I.AI 15.55,
βαρήσει γὰρ τὸ πορθμεῖον συνεμπεσόνταLuc.DMort.20.4
•en v. pas. ser presionado
ζώναις, αἷς βαρηθεῖσα ... ἀπεπνίγηParth.9.7
•fig. apesarar, agobiar
αὐτὸν ἐβάρει κόποςCharito 4.2.1,
ἐβάρησά τιναIgn.Phil.6.3,
τὰ πράγματα βαρεῖ τοὺς ἀντιδίκουςHermog.Inu.2.7, c. dat.
ἵνα μὴ βαρήσεις ἀνθρώποιςPOxy.1677.8 (III d.C.), en v. med. mismo sent.
οὗτοι οὓς βαροῦνταιM.Ant.8.44, c. ac. de rel.
ἐπίσταμαι ὅτι πολλὰ βαροῦμαί σεPOxy.2728.8 (III/IV d.C.),
αὐτῶν τὴν εὐγένειανHdn.8.8.1
•en v. pas. ser oprimido, agobiado, abrumado
καθ' ἑκάστην ἡμέραν βαροῦμαι δι' αὐτόνPOxy.525.3 (II d.C.),
δι' ἡμᾶςDiog.Oen.123.3.9,
καθ' ὑπερβολὴν ὑπὲρ δύναμιν ἐβαρήθημεν2Ep.Cor.1.8, cf. 5.4, Eu.Luc.21.34, SIG 904 (Corinto IV d.C.), c. dat. agente
ἐβαρεῖτο τῇ νόσῳPOxy.939.23 (IV d.C.),
καμάτῳ ... βαρούμενοςHld.1.7.3, esp. en part. perf.
πένθει βεβαρημένοςPlu.Aem.34,
ὑπ' ἀτλήτῳ ἄλγειQ.S.9.457,
πολλοῖς ἔτεσιPTeb.327.25 (II d.C.),
γήραϊQ.S.2.341.
2 cargar esp. estibar
τὸν ναυτικόνBGU 1674.9 (II d.C.)
•lastrar
αὐτὴν (τῆς δίκης ῥοπήν) βαρήσαςProcop.Arc.14
•en v. pas. ser lastrado
βαρεῖται ... οὗτος λίθῳ μεμετρημένῳde un arte de pesca, Ael.NA 1.2.
3 económicamente gravar, cargar de impuestos
τὸ δημόσιον ἰσχυρῶςD.C.78.17.3,
ἵνα μὴ τὴν πόλιν βαρῶμενIG 14.830.15 (Puteoli II d.C.),
τὸ πᾶν ἔθνος ... εἰσφοραῖςI.BI 2.273, en v. pas.
βαρεθέναι τὸ πλοῖον ο<ἴ>νου εἰς τὸ τελόνινPOxy.1872.4 (V/VI d.C.), op. κουφίζω:
βαρέσαι τὸ ἐμὸν ὄνομαponer el impuesto a mi nombre, POxy.126.8 (VI d.C.), en v. pas. PCair.Isidor.1.4 (III d.C.),
μὴ βαρείσθω ἡ ἐκκλησία1Ep.Tim.5.16, cf. 2Ep.Cor.5.4,
βαροῦμαι τῷ ἐκφορίῳPGiss.6.1.7 (II d.C.), cf. PAlex.Giss.26.4, IGBulg.4.2236.93 (Escaptopara III d.C.),
ἵνα ... μηδὲ τὸν ἄρτον βεβαρημένον ἐσθίωσινpara que no coman un pan ganado tras pagar muchos impuestos Epiph.Const.Exp.Fid.23 (p.525.1).