< βᾰρυσκελής
βᾰρυσμάρᾰγος >
βᾰρυσκίπων
,
-ον
• Prosodia:
[-ῑ-]
de pesada maza
epít. de Heracles
χαῖρε βαρυσκίπων
Call.
Fr
.23.19.