βᾰλᾰνόω
echar el cerrojo, atrancar
βεβαλάνωκε τὴν θύρανAr.Ec.361
•en v. pas. en perf. estar cerrado a cal y canto
ἅπαντα ... βεβαλάνωταιAr.Au.1159
•fig. part. perf. βεβαλανωμένος atascado, estreñido Ar.Ec.370.
βεβαλάνωκε τὴν θύρανAr.Ec.361
ἅπαντα ... βεβαλάνωταιAr.Au.1159