< βᾰθῠχαιτήεις
Βᾰθύχαιτοι >
βᾰθῠχαίτης
,
-ου
de cabello largo y espeso
Ἀρισταῖος
Hes.
Th
.977,
Fr
.217.1,
παῖδες
Ph.2.479,
Ἄδωνις
Orph.
H
.56.7, cf. Poll.2.25.