< βᾰθῠλείμων
Βαθυλιμενίτης >
βᾰθῠλήϊος
,
-ον
de abundantes y seguras cosechas
τέμενος
Il
.18.550 (var.), cf. A.R.1.830,
νειός
Epic.Alex.Adesp
.4.18,
ἄρουραι
AP
9.110 (Alph.).