< βᾰθύκρημνος
βᾰθῠκρύσταλλος >
βᾰθῠκρήπῑς
,
-ῑδος, ἡ
de profundos cimientos
de ciu.
Ἄβυδος
Musae.229,
Καφαρναούμ
Nonn.
Par.Eu.Io
.6.59.