< βᾰθυρριζία
βᾰθύρροος >
βᾰθύρριζος
,
-ον
de honda raíz
δρῦς
S.
Tr
.1195, cf. A.R.1.1199, Thphr.
HP
1.6.6, 3.6.5, Q.S.4.202
•
de inamovible base
πέτρα
Trag.Adesp
.203.