βᾰθύπλουτος, -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de abundante y sólida riqueza, opulento
ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖςB.3.82,
χθώνA.Supp.554, cf. Fr.451g.3,
εἰρήναE.Fr.4.104O.M., Ar.Fr.111, cf. Epigr.Adesp.SHell.977.5,
κατασκευὰς οἰκιῶν ... βαθυπλούτους ὁρῶνD.H.20.4,
χρυ]σοῖο βαθυπλούτοιο κολοσσοίOrác. en ZPE 7.1971.198.2 (Dídima III d.C.)
•de pers., Ph.1.635, Alciphr.2.2.1,
κραδίηAP 16.40 (Crin.).