< βᾰθῠπλόκᾰμος
βαθύπλοος >
βᾰθύπλοκος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῠ-]
profundamente enredado
ἕτερα ... βαθυπλοκώτερα πρὸς ἀπιστίαν
Eun.
Hist
.66.1.