< βᾰθύπελμος
βαθύπικρος >
βᾰθύπεπλος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῠ-]
de rozagante peplo
Ἠλέκτρη
Q.S.13.552,
Λητώ
Nonn.
D
.48.418.