βᾰθύξῠλος, -ον
1 de arraigado o espeso boscaje s. cont., A.Fr.204b.24,
ὕλης ἐν βαθυξύλῳ φόβῃE.Ba.1138,
δρυμοίArist.Mu.392b18.
2 de alta pila de leña
(πυρά)B.13.169.
3 en altorrelieve de madera
γλυφαίI.AI 15.416.
ὕλης ἐν βαθυξύλῳ φόβῃE.Ba.1138,
δρυμοίArist.Mu.392b18.
(πυρά)B.13.169.
γλυφαίI.AI 15.416.