βᾰθύζωνος, -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [gen. -οιο h.Cer.201, 304, Pi.O.3.35]
de ajustada cintura, de pronunciado talle
ἄνδρας μὲν κτείνουσι ... τέκνα δὲ ... ἄγουσι βαθυζώνους τε γυναῖκαςIl.9.594, cf. Od.3.154, Hes.Fr.205.5,
μητρὶ βαθυζώνῳ Μετανείρῃh.Cer.161, cf. 95, ll.cc.,
βαθυζώνων ... ΠερσίδωνA.Pers.155,
κόρηA.Ch.169, Hld.3.2.1, de Leto, B.11.16, Pi.Fr.89a.2, de Leda, Pi.O.3.35,
ΧάριτεςPi.P.9.2, las musas, Pi.I.6.74,
νύμφηS.Fr.314.243,
θεάS.Fr.314.270,
ΔιώνηPosidipp.Epigr.38.19,
βαρβάρων γυναικῶν τὸ ἐπίθετονSch.Od.l.c.