< βᾰθῠδίνης
βαθυεργέω >
βᾰθύδοξος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῠ-]
de arraigada fama
(Δωριεῖς)
Pi.
P
.1.66,
αἶσα
Pi.
Fr
.52b.58.