< βάθυσμα
βᾰθυσπῆλυγξ >
βᾰθυσμῆριγξ
,
-ιγγος
de larga
o
espesa pelambre
ὑπήνη
Nonn.
D
.6.54, 13.394,
ἀνθερεών
Nonn.
D
.15.136,
ἐθείρη
Nonn.
D
.1.528.