< βᾰθύγνοφος
βᾰθῠδείελος >
βᾰθυγνώμων
,
-ονος
de hondo conocimiento
ἄνθρωπος
Eun.
Hist
.62.2, cf.
VS
481
•
subst. ἡ β. epít. de Ἀληθίη Babr.126.5.