< βάθρωσις
βαθυαίδοιος >
βᾰθυαγκής
,
-ές
de profundos valles
Ἄλπεις
AP
9.283 (Crin.)
•
subst. τὰ βαθυαγκῆ
valles profundos
Thphr.
HP
3.11.4.