βύω
• Morfología: [perf. part. βεβυσμένον Od.4.134; cf. tb. βύζω]
I en v. med. intr., perf. y plusperf. estar lleno c. gen.
νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον(un cesto) lleno de hilo trabajado, Od.l.c.,
βέβυστο δὲ πᾶσα χόλοιοCall.Fr.320,
οὐδ' ἐν ἀστρονομίᾳ ... βεβυσμένῃ λόγωνClem.Al.Strom.1.19.93,
πενθαλέης ὀλόλυξε βεβυσμένος οἶκος ἀνίηςNonn.D.9.298,
καὶ καλάμης καὶ φορυτοῦ ἔνδοθεν βεβυσμένα ὁρῶντεςSoz.HE 2.5.6
•c. dat. instrum.
ἵππον ἀριστήεσσι βεβυσμένονun caballo lleno de héroes Triph.308, fig.
ἀφραδίῃ τε βέβυστοdicho de una ciu. se llenó de inconsciencia Triph.450
•abs. estar completamente lleno, estar henchido
τοῦ τό τε στόμα ἐβέβυστοHdt.6.125, de un tejido empapado
τὸ δὲ εἷμα, ἅτε πλῆρες ἐὸν καὶ βεβυσμένονHp.Mul.1.1.
II en v. act. tr.
1 taponar, obstruir c. ac. y dat. instrum.
καὶ τὴν τομὴν φριξὶ βύουσινArist.HA 632a18,
εἶτα βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳpara una lavativa, Hp.Morb.3.14, en v. pas.
δός μοι χυτρίδιον σπογγίῳ βεβυσμένονAr.Ach.463,
τὸ δὲ τρῆμα λίνῳ βεβύσθωDsc.5.31, c. ac. de rel.
ὁ μοιχὸς δὲ ἀπολεῖται ῥαφάνοις τὴν ἕδραν βεβυσμένοςcomo castigo, Alciphr.3.26.4, sin el dat.
βεβυσμένος τὴν ῥῖναcon la nariz obstruída Hegesipp.Com.1.26,
οὐκ ἐπακούουσί μου βεβυσμένοι τὰ ὦταLuc.Cat.6.
2 fig. hacer oídos sordos
βυούσης τὰ ὦτα αὐτῆςLXX Ps.57.5,
βύσαντες τὰ ὦταIgn.Eph.9.
3 tapar, ocultar
ὁ ταὼς ... λίνου ῥίζαν ... τῇ ἑτέρᾳ πτέρυγι βύσας περιφέρειAel.NA 11.18,
βύω, τὸ ἀσφαλίζωHdn.Epim.10, cf. Hsch., Sud., Zonar.
• Etimología: V. βυνέω.