βύστος, -ον
sent. dud., quizá sumergido en lo hondo
σεσημείωται τὸ βύστος καὶ κάμστος (l. καμπτός) βαρύτοναexplicación al segundo elemento del n. Ἥφαιστος Arc.79.20.
σεσημείωται τὸ βύστος καὶ κάμστος (l. καμπτός) βαρύτοναexplicación al segundo elemento del n. Ἥφαιστος Arc.79.20.