< βοσκάς
Βοσκέθ >
βόσκας
,
-αδος, ὁ
orn.
cerceta
,
Anas crecca
Arist.
HA
593
b
17, Alex.Mynd.552W., cf.
βοσκάς· φασκάς † Λίβιοι
Hsch.; cf. tb. βασκᾶς.