βίττακος, -ου, ὁ
• Alolema(s): βυττάκη Ctes. en Phot.β 319
loro
περὶ τοῦ ὀρνέου τοῦ βιττάκου, ὅτι γλῶσσαν ἀνθρωπίνην ἔχει καὶ φωνήνCtes.45.8, cf. l.c., Eub.120.
• Etimología: V. ψιττακός.
περὶ τοῦ ὀρνέου τοῦ βιττάκου, ὅτι γλῶσσαν ἀνθρωπίνην ἔχει καὶ φωνήνCtes.45.8, cf. l.c., Eub.120.