βήλημα, -ματος, τό


mota, represa μήτε [τὸ β]ήλημα μήτε τοὺς ὀχετοὺς μήτε ἄν τι ἄλλο κατασκευασθεῖ IG 5(1).1390.104 (Andania, Mesenia I a.C.), cf. Hsch.
• Etimología: De Ϝήλημα a partir de εἰλέω < Ϝελνέω q.u.