< Βέργα
βεργαΐζω >
βέργαι
,
-ῶν, αἱ
lat.
uirgae
,
varas
,
ramas
de árbol
βεργαὶ πεπλεγμέναι
Poliorc
.248.7, cf. 215.2,
Phys
.B 155.4, 156.1.