βένθος, -εος, τό
• Morfología: [ép. plu. dat. -εσσιν Il.1.358]


profundidad, abismo del mar κατὰ β. ἁλός Il.18.38, cf. E.Fr.304, εἰς β. ἀμαυρόν A.Fr.273a.6, ἐνέρτατον β. δίνης Emp.B 35.3, ὕδατος β. Emp.B 84.10
frec. en plu. ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358, cf. Alcm.89.5, Ar.Ra.666, βένθεσι λίμνης Il.13.21, 32, cf. Hes.Th.365, θαλάσσης ... βένθεα Od.1.53, βένθεα πόντου h.Cer.38, ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν Pi.O.7.57, cf. Orph.A.68
fig. βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316, βένθεα νυκτὸς ἐρεμνᾶς Stesich.8.3, βένθεϊ σῆς κραδίης AP 5.274 (Paul.Sil.).
• Etimología: V. βαθύς.