βέλτατος, -η, -ον
sup. de ἀγαθός q.u., subst. τὸ β. lo mejor A.Supp.1054,
ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλταταA.Eu.487,
στρατοῦ τὰ βέλταταA.Fr.132c.14, v. tb. βέλτιστος.
ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλταταA.Eu.487,
στρατοῦ τὰ βέλταταA.Fr.132c.14, v. tb. βέλτιστος.