< βεκκεσέληνος
βεκός· >
βέκος
,
-εος, τό
• Alolema(s):
βεκός
Hdt.2.2, Hsch.
frig.
pan
Hdt.l.c., Aristid.
Or
.2.7,
Inscr.Phryg
.3.45,
MAMA
1.405, 7.313.5, 454.5 (todas Frigia)
•
pero
Κυπρίων β.
Hippon.124, cf. Hsch.