βάψις, -εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Perict.p.690]
1 baño, temple
χαλκοῦ καὶ σιδήρουAntipho Soph.B 40.
2 tinte, color
εἵματα ... ποικίλα ἀπὸ θαλασσίης βάψιος τοῦ κόχλουPerict.l.c.
χαλκοῦ καὶ σιδήρουAntipho Soph.B 40.
εἵματα ... ποικίλα ἀπὸ θαλασσίης βάψιος τοῦ κόχλουPerict.l.c.