βάσταγμα, -ματος, τό


I sin mov.

1 carga δεινὸν β. de cadáveres, E.Supp.767, μὴ αἴρετε βαστάγματα ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων LXX Ie.17.21, cf. 17.22, I.AI 6.171, POxy.2055.42 (VI d.C.)
fig. (παρρησία) ἐξαίρετον β. φιλίας Plu.2.59b, cf. I.AI 19.362.

2 arsenal τῆς πόλεως Plb.36.6.7.

3 mec. suspensión, soporte τοῦ κριοῦ Poliorc.230.8.

II c. mov. acarreo Aq.Ex.1.11.