βάσιμος, -ον
I
ὁδοὶ πᾶσαιPh.1.297,
γῆSitz.Wien.265(1).1969.14.100 (Lidia I d.C.),
πεδιάςAristid.Quint.59.13,
χῶροςAristid.Or.39.6,
τόποιS.E.M.1.78,
τὸ ἄδυτονClem.Al.Strom.5.6.34
•c. dat.
γῆ καὶ θάλασσα ... ἀνθρώποιςI.AI 3.123,
τόπος ... ἀνθρώπῳD.S.5.44,
πέτρα ... τοῖς πτηνοῖςPolyaen.4.3.29, ref. a Atenas
ποῖος γὰρ τόπος τοῖς ξένοις β. εἰς παιδείαν;D.S.13.27
•subst. τὸ β. practicabilidad de un terreno, Hld.2.3.2.
2 fig., de abstr. viable, posible c. dat.
τούτῳ δ' οὐδέν'... τῶν τόπων ... βάσιμονref. al τόπος ret., D.25.76, cf. Eun.VS 489,
πάντα γὰρ τῇ συνέσει βάσιμαD.S.23.15.10,
ἔρωτι δὲ ἄρα πάντα βάσιμαLongus 3.5.4,
βάσιμον ἱστορίᾳ ... χρόνονépoca viable para una investigación histórica Plu.Thes.1,
αὐτῇ τὸ χρῆμαref. al embarazo de Sara, Cyr.Al.M.72.113C,
βάσιμον τῷ εὐδαίμονι τὸ μακάριονEustr.in EN 98.3.
II firme, seguro, estable Hsch.